- κοσμοποίησις
- κοσμο-ποίησις, εως, ἡ, Archit.,A ornamentation, POxy.498.30 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοποίησις — κοσμοποίησις, ἡ (Α) διακόσμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) «διάκοσμος» + ποίησις < ποιῶ] … Dictionary of Greek
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek